Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὐχάρισμα
εὐχαριστέω
εὐχαριστήριος
εὐχαριστητέον
εὐχαριστητικός
εὐχαριστία
εὐχαριστικός
εὐχάριστος
εὐχάριτος
εὐχάροπος
εὐχατῆσαι
εὐχείμερος
εὐχείμων
εὐχεῖον
εὔχειρ
εὐχειρία
εὐχείρωτος
εὐχέρεια
εὐχερής
εὐχετάομαι
εὐχέτης
View word page
εὐχατῆσαι
εὐχατῆσαι·
ἐπικαυχήσασθαι
,
Hsch.
εὐχατότερον·
πλουσιώτερον
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐχατῆσαι
Headword (normalized):
εὐχατῆσαι
Headword (normalized/stripped):
ευχατησαι
IDX:
45476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45477
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐχατῆσαι·</span> <span class="foreign greek">ἐπικαυχήσασθαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">εὐχατότερον·</span> <span class="foreign greek">πλουσιώτερον</span>, Id.</div><br><br>'}