Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔχαρις
εὐχάρισμα
εὐχαριστέω
εὐχαριστήριος
εὐχαριστητέον
εὐχαριστητικός
εὐχαριστία
εὐχαριστικός
εὐχάριστος
εὐχάριτος
εὐχάροπος
εὐχατῆσαι
εὐχείμερος
εὐχείμων
εὐχεῖον
εὔχειρ
εὐχειρία
εὐχείρωτος
εὐχέρεια
εὐχερής
εὐχετάομαι
View word page
εὐχάροπος
εὐχάροπος [ᾰ],, strengthd. for χάροπος, Gp. 14.16.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐχάροπος
Headword (normalized):
εὐχάροπος
Headword (normalized/stripped):
ευχαροπος
IDX:
45475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45476
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐχάροπος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">χάροπος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 14.16.2 </span>.</div><br><br>'}