Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔχαλκος
εὐχάλκωτος
εὐχανδής
εὐχαράκτηρος
εὐχάρακτος
εὐχάρεια
εὐχαρής
εὐχαρίζω
εὐχαρίη
εὔχαρις
εὐχάρισμα
εὐχαριστέω
εὐχαριστήριος
εὐχαριστητέον
εὐχαριστητικός
εὐχαριστία
εὐχαριστικός
εὐχάριστος
εὐχάριτος
εὐχάροπος
εὐχατῆσαι
View word page
εὐχάρισμα
εὐχάρ-ισμα,
A). corollarium, Gloss.


ShortDef

corollarium

Debugging

Headword:
εὐχάρισμα
Headword (normalized):
εὐχάρισμα
Headword (normalized/stripped):
ευχαρισμα
IDX:
45466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45467
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐχάρ-ισμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">corollarium,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}