Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐυπόληπτος
εὐύποπτα
εὐυποχώρητος
εὐύφαντος
εὐυφής
εὐφαής
εὐφάλαρα
εὐφαμέω
εὐφαντασίωτος
εὐφάνταστος
εὔφαπτον
εὐφαρέτρης
εὐφάρμακος
εὐφέγγεια
εὐφεροσύνη
εὔφηβος
εὐφημέω
εὐφημητέον
εὐφημητικός
εὐφημία
εὐφημίζομαι
View word page
εὔφαπτον
εὔφαπτον· ὑπὸ θεοῦ κατεχόμενον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὔφαπτον
Headword (normalized):
εὔφαπτον
Headword (normalized/stripped):
ευφαπτον
IDX:
45392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45393
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὔφαπτον·</span> <span class="foreign greek">ὑπὸ θεοῦ κατεχόμενον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}