Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὔυμνος
εὐυπάντητος
εὐυπέρβατος
εὐυπέρβλητος
εὔυπνος
εὐυπόδητος
εὐυπόκριτος
εὐυπόληπτος
εὐύποπτα
εὐυποχώρητος
εὐύφαντος
εὐυφής
εὐφαής
εὐφάλαρα
εὐφαμέω
εὐφαντασίωτος
εὐφάνταστος
εὔφαπτον
εὐφαρέτρης
εὐφάρμακος
εὐφέγγεια
View word page
εὐύφαντος
εὐύφ-αντος
[
ῠ],
(
ὑφαίνω
) = sq.,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐύφαντος
Headword (normalized):
εὐύφαντος
Headword (normalized/stripped):
ευυφαντος
IDX:
45385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45386
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐύφ-αντος</span> [<span class="foreign greek">ῠ],</span>(<span class="etym greek">ὑφαίνω</span>) = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}