Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὔτρητος
εὐτρίαινα
εὐτριβής
εὔτριπτος
εὔτριχος
εὐτριψία
εὐτροπέομαι
εὐτροπία
εὔτροπις
εὔτροπος
εὐτρόσσεσθαι
εὐτροφέω
εὐτροφής
εὐτροφία
εὐτροφιάω
εὔτροφος
εὐτρόχαλος
εὔτροχος
εὐτρύγητος
εὐτρύπητος
εὐτρυφάλειος
View word page
εὐτρόσσεσθαι
εὐτρόσσεσθαι·
ἐπιστρέφεσθαι
(Paphian),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐτρόσσεσθαι
Headword (normalized):
εὐτρόσσεσθαι
Headword (normalized/stripped):
ευτροσσεσθαι
IDX:
45344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45345
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐτρόσσεσθαι·</span> <span class="foreign greek">ἐπιστρέφεσθαι</span> (Paphian), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}