Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔτεκνος
εὐτεκνόω
εὐτέλεια
εὐτελής
εὐτελίζω
εὐτελισμός
εὐτελιστής
εὐτενής
Εὐτέρπη
εὐτερπής
εὔτευκτος
εὐτέχνητος
εὐτεχνία
εὔτεχνος
εὔτηκτος
εὐτιθάσευτος
εὐτιμώρητος
εὐτίνακτος
εὐτλήμων
εὔτμητος
εὔτοιχος
View word page
εὔτευκτος
εὔτευκτος, ον,
A). = εὔτυκτος, τάφος Epigr.Gr. 238 (Smyrna).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὔτευκτος
Headword (normalized):
εὔτευκτος
Headword (normalized/stripped):
ευτευκτος
IDX:
45288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45289
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὔτευκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">εὔτυκτος, τάφος</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Epigr.Gr.</span> 238 </span> (Smyrna).</div> </div><br><br>'}