Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλλοτριόχωρος
ἀλλοτριόω
ἀλλοτρίωσις
ἀλλοτροπῆσαι
ἀλλότροπος
ἀλλοτύπωτος
ἀλλοφανής
ἀλλόφας<ς>ις
ἀλλοφάσσω
ἀλλόφατος
ἀλλοφέρμονες
ἄλλοφος
ἀλλοφρήτωρ
ἀλλοφρονέω
ἀλλοφροσύνη
ἀλλόφρων
ἀλλοφυής
ἀλλοφυλέω
ἀλλοφυλία
ἀλλοφυλισμός
ἀλλόφυλος
View word page
ἀλλοφέρμονες
ἀλλο-φέρμονες· ἀλλαχοῦ τραφέντες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλλοφέρμονες
Headword (normalized):
ἀλλοφέρμονες
Headword (normalized/stripped):
αλλοφερμονες
IDX:
4526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4527
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλλο-φέρμονες·</span> <span class="foreign greek">ἀλλαχοῦ τραφέντες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}