Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀλλοτριοφάγος
ἀλλοτριοφρονέω
ἀλλοτριόχρως
ἀλλοτριόχωρος
ἀλλοτριόω
ἀλλοτρίωσις
ἀλλοτροπῆσαι
ἀλλότροπος
ἀλλοτύπωτος
ἀλλοφανής
ἀλλόφας<ς>ις
ἀλλοφάσσω
ἀλλόφατος
ἀλλοφέρμονες
ἄλλοφος
ἀλλοφρήτωρ
ἀλλοφρονέω
ἀλλοφροσύνη
ἀλλόφρων
ἀλλοφυής
ἀλλοφυλέω
View word page
ἀλλόφας<ς>ις
ἀλλό-φας<ς>ις·
θόρυβος ταραχώδης,
Hsch.
,
AB
386
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀλλόφας<ς>ις
Headword (normalized):
ἀλλόφας<ς>ις
Headword (normalized/stripped):
αλλοφας<ς>ις
IDX:
4523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4524
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλλό-φας<ς>ις·</span> <span class="foreign greek">θόρυβος ταραχώδης,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 386 </span>.</div><br><br>'}