Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐσυνάλλακτος
εὐσυναλλαξία
εὐσυνάντητος
εὐσυνάρμοστος
εὐσυνδεξίαστος
εὐσύνδετος
εὐσυνειδησία
εὐσυνείδητος
εὐσυνεσία
εὐσύνετος
εὐσυνήγορος
εὐσυνθεσία
εὐσυνθετέω
εὐσύνθετος
εὐσυνθεώρητος
εὐσύνοπτος
εὐσύντακτος
εὐσυντέλεστος
εὐσύντριπτος
εὐσύστατος
εὐσύστροφος
View word page
εὐσυνήγορος
εὐσυν-ήγορος, ον,
A). skilled in advocacy, Hdn.Gr. 2.791 , al.


ShortDef

skilled in advocacy

Debugging

Headword:
εὐσυνήγορος
Headword (normalized):
εὐσυνήγορος
Headword (normalized/stripped):
ευσυνηγορος
IDX:
45226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45227
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐσυν-ήγορος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">skilled in advocacy</span>, Hdn.Gr.<span class="bibl"> 2.791 </span>, al.</div> </div><br><br>'}