Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐσύμβλητος
εὐσύμβολος
εὐσύμβουλος
εὐσυμμέτρως
εὐσυμπερίφορος
εὐσυμπλήρωτος
εὐσύμπτωτος
εὐσύμφυτος
εὐσυνάγωγος
εὐσυνάλλακτος
εὐσυναλλαξία
εὐσυνάντητος
εὐσυνάρμοστος
εὐσυνδεξίαστος
εὐσύνδετος
εὐσυνειδησία
εὐσυνείδητος
εὐσυνεσία
εὐσύνετος
εὐσυνήγορος
εὐσυνθεσία
View word page
εὐσυναλλαξία
εὐσυν-αλλαξία, ,
A). fair dealing, Stoic. 3.64 , 67 .


ShortDef

fair dealing

Debugging

Headword:
εὐσυναλλαξία
Headword (normalized):
εὐσυναλλαξία
Headword (normalized/stripped):
ευσυναλλαξια
IDX:
45217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45218
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐσυν-αλλαξία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fair dealing,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stoic.</span> 3.64 </span>,<span class="bibl"> 67 </span>.</div> </div><br><br>'}