Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλλοτριοπραγία
ἀλλοτριοπραγμονέω
ἀλλοτριοπραγμοσύνη
ἀλλοτριοπράγμων
ἀλλότριος
ἀλλοτριότης
ἀλλοτριοφαγέω
ἀλλοτριοφαγία
ἀλλοτριοφάγος
ἀλλοτριοφρονέω
ἀλλοτριόχρως
ἀλλοτριόχωρος
ἀλλοτριόω
ἀλλοτρίωσις
ἀλλοτροπῆσαι
ἀλλότροπος
ἀλλοτύπωτος
ἀλλοφανής
ἀλλόφας<ς>ις
ἀλλοφάσσω
ἀλλόφατος
View word page
ἀλλοτριόχρως
ἀλλοτριό-χρως, ωτος, , ,
A). changing colour, AP 11.7 ( Nic.).


ShortDef

changing colour

Debugging

Headword:
ἀλλοτριόχρως
Headword (normalized):
ἀλλοτριόχρως
Headword (normalized/stripped):
αλλοτριοχρως
IDX:
4515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4516
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλλοτριό-χρως</span>, <span class="itype greek">ωτος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">changing colour,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 11.7 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span></span>).</div> </div><br><br>'}