Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐσμίλευτος
εὔσοια
εὔσοος
εὐσότρου
εὐσπάθητος
εὐσπειρής
εὐσπλαγχνία
εὔσπλαγχνος
εὔσπολον
εὔσπορος
ἐΰσσελμος
εὐστάθεια
εὐσταθέω
εὐσταθής
εὐσταθμία
εὔσταθμος
εὐστάλεια
εὐσταλής
εὐστάφυλος
εὔσταχυς
εὐστεγής
View word page
ἐΰσσελμος
ἐΰσσελμος, ἐΰσσωτρος, Ep. for εὔσελμος, εὔσωτρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐΰσσελμος
Headword (normalized):
ἐΰσσελμος
Headword (normalized/stripped):
ευσσελμος
IDX:
45152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45153
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἐΰσσελμος</span>, <span class="orth greek">ἐΰσσωτρος</span>, Ep. for <span class="foreign greek">εὔσελμος, εὔσωτρος</span>.</div><br><br>'}