Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἐΰσμηνος
ἐϋσμῆριγξ
εὐσμίλευτος
εὔσοια
εὔσοος
εὐσότρου
εὐσπάθητος
εὐσπειρής
εὐσπλαγχνία
εὔσπλαγχνος
εὔσπολον
εὔσπορος
ἐΰσσελμος
εὐστάθεια
εὐσταθέω
εὐσταθής
εὐσταθμία
εὔσταθμος
εὐστάλεια
εὐσταλής
εὐστάφυλος
View word page
εὔσπολον
εὔσπολον·
εὐείμονα, εὐσταλέα
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὔσπολον
Headword (normalized):
εὔσπολον
Headword (normalized/stripped):
ευσπολον
IDX:
45150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45151
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὔσπολον·</span> <span class="foreign greek">εὐείμονα, εὐσταλέα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}