Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔσκεπτος
εὐσκευέω
εὔσκευος
εὐσκίαστος
εὔσκιος
εὐσκόπελος
εὔσκοπος
εὔσκυλτος
εὐσκωμμοσύνη
εὐσκώμμων
εὔσμαλον
ἐΰσμηκτος
ἐΰσμηνος
ἐϋσμῆριγξ
εὐσμίλευτος
εὔσοια
εὔσοος
εὐσότρου
εὐσπάθητος
εὐσπειρής
εὐσπλαγχνία
View word page
εὔσμαλον
εὔσμαλον· εὔχαρι, Hsch. εὐσμερδής· εὔρωστος, Id.; cf. σμερδαλέος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὔσμαλον
Headword (normalized):
εὔσμαλον
Headword (normalized/stripped):
ευσμαλον
IDX:
45138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45139
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὔσμαλον·</span> <span class="foreign greek">εὔχαρι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">εὐσμερδής·</span> <span class="foreign greek">εὔρωστος</span>, Id.; cf. <span class="foreign greek">σμερδαλέος</span>.</div><br><br>'}