Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐρωστία
εὔρωστος
εὐρωστόψυχος
Εὐρώτας
εὐρωτιάω
ἐΰς
εὖσα
εὐσαβέω
εὐσάλευτος
εὔσαλος
εὔσαμα
εὔσανα
εὐσανίδωτος
εὐσαρκέω
εὐσαρκία
εὔσαρκος
εὐσαρκόω
εὐσάρκωσις
εὔσβεστος
εὐσέβεια
Εὐσέβεια
View word page
εὔσαμα
εὔσαμα· ἀναφώνημα βακχικόν, κτλ., Hsch. (fort. εὔασμα).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὔσαμα
Headword (normalized):
εὔσαμα
Headword (normalized/stripped):
ευσαμα
IDX:
45085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45086
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὔσαμα·</span> <span class="foreign greek">ἀναφώνημα βακχικόν, κτλ</span>., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">εὔασμα</span>).</div><br><br>'}