Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐρυμενής
εὐρυμέτωπος
εὐρυμνάσαι
εὐρυνεφής
εὐρύνοος
εὐρυντέον
εὐρύνω
εὐρύνωτος
εὐρυόδειᾰ
εὐρυοδίνης
εὐρύοδος
εὐρύοπᾰ
εὐρυπέδιλος
εὐρύπεδος
εὐρύπορος
εὐρυπρωκτία
εὐρύπρωκτος
εὔρυπτος
εὐρυπυλής
εὐρυρέεθρος
εὐρυρέων
View word page
εὐρύοδος
εὐρύοδος, ον,
A). v. εὐρυεδής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐρύοδος
Headword (normalized):
εὐρύοδος
Headword (normalized/stripped):
ευρυοδος
IDX:
45021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45022
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐρύοδος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">εὐρυεδής</span> .</div> </div><br><br>'}