Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὐρύζυγος
εὐρυθέμειλος
εὐρυθμία
εὐρυθμίζω
εὐρύθμιστος
εὔρυθμος
εὐρυθμοκάρηνος
εὐρυθμοκέρως
Εὐρυκλῆς
Εὐρυκλύδων
εὐρυκόας
εὐρυκοίλιος
εὐρύκολπος
εὐρυκόωσα
εὐρυκρείων
εὐρυλείμων
εὐρυμέδων
εὐρυμενής
εὐρυμέτωπος
εὐρυμνάσαι
εὐρυνεφής
View word page
εὐρυκόας
εὐρυκόας·
μεγαλόνους, μέγα ἰσχύων, εὐήκοος, κτλ
.,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὐρυκόας
Headword (normalized):
εὐρυκόας
Headword (normalized/stripped):
ευρυκοας
IDX:
45004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45005
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐρυκόας·</span> <span class="foreign greek">μεγαλόνους, μέγα ἰσχύων, εὐήκοος, κτλ</span>., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}