Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀβαθής
ἄβαθρος
ἀβαίνω
ἀβακέω
ἀβακηνούς
ἀβακής
ἀβάκητον
ἀβακίζομαι
ἀβάκιον
ἀβακίσκος
ἀβακλή
ἀβακοειδής
ἄβακτον
ἀβάκχευτος
ἀβακχίωτος
ἄβαλε
ἀβαμβάκευτος
ἄβαξ
ἀβάπτιστος
ἄβαπτος
ἀβαρβάριστος
View word page
ἀβακλή
ἀβακλή· ἅμαξα, Cyr.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀβακλή
Headword (normalized):
ἀβακλή
Headword (normalized/stripped):
αβακλη
IDX:
44
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-45
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀβακλή·</span> <span class="foreign greek">ἅμαξα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyr.</span> </span> </div><br><br>'}