Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὑρετής
εὑρετικός
εὕρετις
εὑρετός
εὕρετρα
εὑρέτρια
εὔρηκτος
εὕρημα
εὐρημοσύνη
εὐρήμων
εὑρήσει
εὑρησιεπής
εὑρησιλογέω
εὑρησιλογία
εὑρησίλογος
εὕρησις
εὑρητοῖς
εὔρητος
εὑρήτωρ
εὔριζος
εὔριν
View word page
εὑρήσει
εὑρήσει·
λοιδορήσει
,
Hsch.
; cf.
εὑρητοῖς
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
εὑρήσει
Headword (normalized):
εὑρήσει
Headword (normalized/stripped):
ευρησει
IDX:
44937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44938
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὑρήσει·</span> <span class="foreign greek">λοιδορήσει</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">εὑρητοῖς</span>.</div><br><br>'}