Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐράξ
εὔραπτος
εὐράχαντες
εὔρειθρος
εὐρέϊος
εὐρείτης
εὐρέκτης
εὕρεμα
εὑρεσιέπεια
εὑρεσίκακος
εὑρεσιλογέω
εὑρέσιος
εὕρεσις
εὑρεσίτεχνος
εὐρέσφι
εὑρετέος
εὑρετής
εὑρετικός
εὕρετις
εὑρετός
εὕρετρα
View word page
εὑρεσιλογέω
εὑρεσι-λογέω, εὑρεσι-λογία, εὑρεσί-λογος,
A). v. εὑρησιλογέω , etc.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὑρεσιλογέω
Headword (normalized):
εὑρεσιλογέω
Headword (normalized/stripped):
ευρεσιλογεω
IDX:
44921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44922
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὑρεσι-λογέω</span>, <span class="orth greek">εὑρεσι-λογία</span>, <span class="orth greek">εὑρεσί-λογος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">εὑρησιλογέω</span> , etc.</div> </div><br><br>'}