Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὑραί
εὐρακύλων
εὐράξ
εὔραπτος
εὐράχαντες
εὔρειθρος
εὐρέϊος
εὐρείτης
εὐρέκτης
εὕρεμα
εὑρεσιέπεια
εὑρεσίκακος
εὑρεσιλογέω
εὑρέσιος
εὕρεσις
εὑρεσίτεχνος
εὐρέσφι
εὑρετέος
εὑρετής
εὑρετικός
εὕρετις
View word page
εὑρεσιέπεια
εὑρεσι-έπεια,
A). v. εὑρησι -.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὑρεσιέπεια
Headword (normalized):
εὑρεσιέπεια
Headword (normalized/stripped):
ευρεσιεπεια
IDX:
44919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44920
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὑρεσι-έπεια</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">εὑρησι</span> -.</div> </div><br><br>'}