Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλλόμορφος
ἀλλόμος
ἀλλοπάθεια
ἀλλοπαθής
ἀλλοπειρίους
ἀλλοπίας
ἀλλοποιός
ἀλλοπολία
ἀλλοπρόσαλλος
ἄλλος
ἆλλος
ἄλλοσε
ἄλλοτε
ἀλλοτέρμων
ἀλλότης
ἄλλο
ἀλλοτριάζω
ἀλλοτριόγνωμος
ἀλλοτριοεπίσκοπος
ἀλλοτριολογέω
ἀλλοτριολογία
View word page
ἆλλος
ἆλλος, Aeol.,
A). = ἠλέος dub. in Sapph. 110 .


ShortDef

(Aeol.) distraught > ἠλεός

Debugging

Headword:
ἆλλος
Headword (normalized):
ἆλλος
Headword (normalized/stripped):
αλλος
IDX:
4491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4492
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἆλλος</span>, Aeol., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἠλέος</span> dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sapph.</span> 110 </span>.</div> </div><br><br>'}