Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπώγων
εὔπωλος
εὔπωνος
εὑραί
εὐρακύλων
εὐράξ
εὔραπτος
εὐράχαντες
εὔρειθρος
εὐρέϊος
εὐρείτης
εὐρέκτης
εὕρεμα
εὑρεσιέπεια
εὑρεσίκακος
εὑρεσιλογέω
εὑρέσιος
εὕρεσις
εὑρεσίτεχνος
εὐρέσφι
εὑρετέος
View word page
εὐρείτης
εὐρείτης,
A). v. ἐϋρρείτης .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐρείτης
Headword (normalized):
εὐρείτης
Headword (normalized/stripped):
ευρειτης
IDX:
44916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44917
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐρείτης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐϋρρείτης</span> .</div> </div><br><br>'}