Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσόμιλος
εὐπροσόρμιστος
εὐπρόσρητος
εὐπροσφθέγκτοις
εὐπρόσφορος
εὐπρόσφυτος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωπία
εὐπροσωπίζομαι
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὐπρόφορος
εὐπροχώρητος
εὐπρυμνής
εὔπρυμνος
εὔπρῳρος
εὔπταιστος
εὔπτερος
View word page
εὐπροσωπίζομαι
εὐπροσωπ-ίζομαι, Pass.,
A). = εὐπροσωπέω , Al. Ps. 140(141).6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐπροσωπίζομαι
Headword (normalized):
εὐπροσωπίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ευπροσωπιζομαι
IDX:
44882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44883
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπροσωπ-ίζομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">εὐπροσωπέω</span> , Al.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 140(141).6 </span>.</div> </div><br><br>'}