Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσκοπος
εὐπροσόδευτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσόμιλος
εὐπροσόρμιστος
εὐπρόσρητος
εὐπροσφθέγκτοις
εὐπρόσφορος
εὐπρόσφυτος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωπία
εὐπροσωπίζομαι
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὐπρόφορος
εὐπροχώρητος
View word page
εὐπροσφθέγκτοις
εὐπρος-φθέγκτοις· εὐήχοις, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐπροσφθέγκτοις
Headword (normalized):
εὐπροσφθέγκτοις
Headword (normalized/stripped):
ευπροσφθεγκτοις
IDX:
44877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44878
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπρος-φθέγκτοις·</span> <span class="foreign greek">εὐήχοις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}