Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπροσηγορία
εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσκοπος
εὐπροσόδευτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσόμιλος
εὐπροσόρμιστος
εὐπρόσρητος
εὐπροσφθέγκτοις
εὐπρόσφορος
εὐπρόσφυτος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωπία
εὐπροσωπίζομαι
εὐπροσωποκοίτης
εὐπρόσωπος
εὐπροφάσιστος
εὐπρόφορος
View word page
εὐπρόσρητος
εὐπρός-ρητος, ον,
A). = εὐπροσήγορος , condemned by Id. 5.138 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐπρόσρητος
Headword (normalized):
εὐπρόσρητος
Headword (normalized/stripped):
ευπροσρητος
IDX:
44876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44877
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπρός-ρητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">εὐπροσήγορος</span> , condemned by <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:5:138" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:5.138/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 5.138 </a>.</div> </div><br><br>'}