Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπροόρατος
εὐπροσαγκάλιστος
εὐπρόσδεκτος
εὐπροσδόκητος
εὐπρόσεδρος
εὐπροσηγορία
εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσκοπος
εὐπροσόδευτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσόμιλος
εὐπροσόρμιστος
εὐπρόσρητος
εὐπροσφθέγκτοις
εὐπρόσφορος
εὐπρόσφυτος
εὐπροσωπέω
εὐπροσωπία
View word page
εὐπροσόδευτος
εὐπρος-όδευτος, ον,
A). income-producing, of flowers, Gp. 10.1.3 .


ShortDef

income-producing

Debugging

Headword:
εὐπροσόδευτος
Headword (normalized):
εὐπροσόδευτος
Headword (normalized/stripped):
ευπροσοδευτος
IDX:
44871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44872
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπρος-όδευτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">income-producing</span>, of flowers, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 10.1.3 </span>.</div> </div><br><br>'}