Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔπρηστος
εὐπριστία
εὔπριστος
εὐπροαίρετος
εὐπρόιρον
εὐπροόρατος
εὐπροσαγκάλιστος
εὐπρόσδεκτος
εὐπροσδόκητος
εὐπρόσεδρος
εὐπροσηγορία
εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσκοπος
εὐπροσόδευτος
εὐπρόσοδος
εὐπρόσοιστος
εὐπροσόμιλος
εὐπροσόρμιστος
εὐπρόσρητος
View word page
εὐπροσηγορία
εὐπρος-ηγορία, ,
A). affability, Isoc. 1.20 .


ShortDef

affability

Debugging

Headword:
εὐπροσηγορία
Headword (normalized):
εὐπροσηγορία
Headword (normalized/stripped):
ευπροσηγορια
IDX:
44866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44867
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπρος-ηγορία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">affability</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0010.tlg007.perseus-grc1:20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0010.tlg007.perseus-grc1:20/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Isoc.</span> 1.20 </a>.</div> </div><br><br>'}