Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπρεπής
εὐπρεπίζω
εὔπρεπτος
εὐπρηγίη
εὔπρηστος
εὐπριστία
εὔπριστος
εὐπροαίρετος
εὐπρόιρον
εὐπροόρατος
εὐπροσαγκάλιστος
εὐπρόσδεκτος
εὐπροσδόκητος
εὐπρόσεδρος
εὐπροσηγορία
εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσκοπος
εὐπροσόδευτος
εὐπρόσοδος
View word page
εὐπροσαγκάλιστος
εὐπρος-αγκάλιστος,
A). gloss on εὐάγκαλος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐπροσαγκάλιστος
Headword (normalized):
εὐπροσαγκάλιστος
Headword (normalized/stripped):
ευπροσαγκαλιστος
IDX:
44862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44863
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπρος-αγκάλιστος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">εὐάγκαλος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}