Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπρέπεια
εὐπρεπέω
εὐπρεπής
εὐπρεπίζω
εὔπρεπτος
εὐπρηγίη
εὔπρηστος
εὐπριστία
εὔπριστος
εὐπροαίρετος
εὐπρόιρον
εὐπροόρατος
εὐπροσαγκάλιστος
εὐπρόσδεκτος
εὐπροσδόκητος
εὐπρόσεδρος
εὐπροσηγορία
εὐπροσήγορος
εὐπρόσθετος
εὐπρόσιτος
εὐπρόσκοπος
View word page
εὐπρόιρον
εὐπρό-ιρον,(πρῳρ- cod. extra ordinem)· εὐπρόσωπον, εὐκέφαλον, Hsch.; cf. προίρης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐπρόιρον
Headword (normalized):
εὐπρόιρον
Headword (normalized/stripped):
ευπροιρον
IDX:
44860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44861
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπρό-ιρον</span>,(<span class="foreign greek">πρῳρ</span>- cod. extra ordinem)<span class="foreign greek">· εὐπρόσωπον, εὐκέφαλον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">προίρης</span>.</div><br><br>'}