Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλλοιωτικός
ἀλλοιωτός
ἀλλοκοτία
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλομορφέω
ἀλλόμορφος
ἀλλόμος
ἀλλοπάθεια
ἀλλοπαθής
ἀλλοπειρίους
ἀλλοπίας
ἀλλοποιός
ἀλλοπολία
ἀλλοπρόσαλλος
ἄλλος
ἆλλος
ἄλλοσε
ἄλλοτε
ἀλλοτέρμων
ἀλλότης
View word page
ἀλλοπειρίους
ἀλλο-πειρίους· ἀλλοφύλους, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλλοπειρίους
Headword (normalized):
ἀλλοπειρίους
Headword (normalized/stripped):
αλλοπειριους
IDX:
4485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4486
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλλο-πειρίους·</span> <span class="foreign greek">ἀλλοφύλους</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}