Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔπρακτος
εὐπραξία
εὔπραξις
εὔπρατος
εὔπρεμνος
εὐπρέπεια
εὐπρεπέω
εὐπρεπής
εὐπρεπίζω
εὔπρεπτος
εὐπρηγίη
εὔπρηστος
εὐπριστία
εὔπριστος
εὐπροαίρετος
εὐπρόιρον
εὐπροόρατος
εὐπροσαγκάλιστος
εὐπρόσδεκτος
εὐπροσδόκητος
εὐπρόσεδρος
View word page
εὐπρηγίη
εὐπρηγίη,
A). v. εὐπραγία . εὐπρηξίη, Ion. for εὐπραξία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐπρηγίη
Headword (normalized):
εὐπρηγίη
Headword (normalized/stripped):
ευπρηγιη
IDX:
44855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44856
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπρηγίη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">εὐπραγία</span> . <span class="orth greek">εὐπρηξίη</span>, Ion. for <span class="foreign greek">εὐπραξία</span>.</div> </div><br><br>'}