Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπορητέον
εὐπόρητος
εὐπορία
εὐπορίζω
εὐποριστία
εὐπόριστος
εὔπορος
εὐπόρφυρος
εὐποσία
εὐποσιάρχης
εὐπότιστος
εὐποτμέω
εὐποτμία
εὔποτμος
εὔποτος
εὔπους
εὐπραγέω
εὐπράγημα
εὐπραγία
εὐπρακτέω
εὔπρακτος
View word page
εὐπότιστος
εὐπότιστος,
A). riguus, Gloss.


ShortDef

riguus

Debugging

Headword:
εὐπότιστος
Headword (normalized):
εὐπότιστος
Headword (normalized/stripped):
ευποτιστος
IDX:
44835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44836
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπότιστος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">riguus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}