Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλλοίωμα
ἀλλοιωπός
ἀλλοίωσις
ἀλλοιωτικός
ἀλλοιωτός
ἀλλοκοτία
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλομορφέω
ἀλλόμορφος
ἀλλόμος
ἀλλοπάθεια
ἀλλοπαθής
ἀλλοπειρίους
ἀλλοπίας
ἀλλοποιός
ἀλλοπολία
ἀλλοπρόσαλλος
ἄλλος
ἆλλος
ἄλλοσε
View word page
ἀλλόμος
ἀλλόμος· τυφλός, Hsch.; i. e. ἀλαό[λαο]ς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλλόμος
Headword (normalized):
ἀλλόμος
Headword (normalized/stripped):
αλλομος
IDX:
4482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4483
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλλόμος·</span> <span class="foreign greek">τυφλός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; i. e. <span class="foreign greek">ἀλαό[λαο]ς</span>.</div><br><br>'}