Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπόλεμος
Εὐπολίδειος
εὔπολις
εὔπομπος
εὔπονος
εὐπόρευτος
εὐπορέω
εὐπόρημα
εὐπόρησις
εὐπορητέον
εὐπόρητος
εὐπορία
εὐπορίζω
εὐποριστία
εὐπόριστος
εὔπορος
εὐπόρφυρος
εὐποσία
εὐποσιάρχης
εὐπότιστος
εὐποτμέω
View word page
εὐπόρητος
εὐπόρ-ητος· ὁ καλῶς διοικῶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐπόρητος
Headword (normalized):
εὐπόρητος
Headword (normalized/stripped):
ευπορητος
IDX:
44826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44827
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπόρ-ητος·</span> <span class="foreign greek">ὁ καλῶς διοικῶν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}