Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπερίστολος
εὐπερίστρεπτος
εὐπερίστροφος
εὐπερίτρεπτος
εὐπεριφρόνητος
εὐπερίφωρος
εὐπερίχυτος
εὐπερίψογος
εὐπερίψυκτος
εὐπέταλος
εὐπέταστον
εὐπέτεια
εὐπετής
εὐπέτης
εὔπετρος
εὐπεψία
εὐπηγής
εὔπηκτος
εὐπήληξ
εὔπηνος
εὐπηξία
View word page
εὐπέταστον
εὐπέταστον· πλατύ, εὐρίπιστον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐπέταστον
Headword (normalized):
εὐπέταστον
Headword (normalized/stripped):
ευπεταστον
IDX:
44761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44762
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπέταστον·</span> <span class="foreign greek">πλατύ, εὐρίπιστον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}