Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπεριόριστος
εὐπερίπατος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίσταλτος
εὐπερίστατος
εὐπερίστολος
εὐπερίστρεπτος
εὐπερίστροφος
εὐπερίτρεπτος
εὐπεριφρόνητος
εὐπερίφωρος
εὐπερίχυτος
εὐπερίψογος
εὐπερίψυκτος
εὐπέταλος
εὐπέταστον
εὐπέτεια
εὐπετής
εὐπέτης
εὔπετρος
εὐπεψία
View word page
εὐπερίφωρος
εὐπερί-φωρος, ον,
A). easily detected, τοῖς πολεμίοις Plu. 2.238f .


ShortDef

easily detected

Debugging

Headword:
εὐπερίφωρος
Headword (normalized):
εὐπερίφωρος
Headword (normalized/stripped):
ευπεριφωρος
IDX:
44756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44757
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπερί-φωρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easily detected</span>, <span class="quote greek">τοῖς πολεμίοις</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.238f </span> .</div> </div><br><br>'}