Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπερίοπτος
εὐπεριόριστος
εὐπερίπατος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίσταλτος
εὐπερίστατος
εὐπερίστολος
εὐπερίστρεπτος
εὐπερίστροφος
εὐπερίτρεπτος
εὐπεριφρόνητος
εὐπερίφωρος
εὐπερίχυτος
εὐπερίψογος
εὐπερίψυκτος
εὐπέταλος
εὐπέταστον
εὐπέτεια
εὐπετής
εὐπέτης
εὔπετρος
View word page
εὐπεριφρόνητος
εὐπερι-φρόνητος, ον,
A). contemptible, Suid. s.v. ἐκ παντὸς ξύλου .


ShortDef

contemptible

Debugging

Headword:
εὐπεριφρόνητος
Headword (normalized):
εὐπεριφρόνητος
Headword (normalized/stripped):
ευπεριφρονητος
IDX:
44755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44756
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπερι-φρόνητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contemptible</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἐκ παντὸς ξύλου</span> .</div> </div><br><br>'}