Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπερίκοπτος
εὐπερίκτητος
εὐπερίληπτος
εὐπερινόητος
εὐπερίοπτος
εὐπεριόριστος
εὐπερίπατος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίσταλτος
εὐπερίστατος
εὐπερίστολος
εὐπερίστρεπτος
εὐπερίστροφος
εὐπερίτρεπτος
εὐπεριφρόνητος
εὐπερίφωρος
εὐπερίχυτος
εὐπερίψογος
εὐπερίψυκτος
εὐπέταλος
εὐπέταστον
View word page
εὐπερίστολος
εὐπερί-στολος, ον,
A). circumspect, wary, Ptol. Tetr. 164 .


ShortDef

circumspect, wary

Debugging

Headword:
εὐπερίστολος
Headword (normalized):
εὐπερίστολος
Headword (normalized/stripped):
ευπεριστολος
IDX:
44751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44752
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπερί-στολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">circumspect, wary</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:164" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:164/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 164 </a>.</div> </div><br><br>'}