Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπερίθραυστος
εὐπερικάλυπτος
εὐπερίκοπτος
εὐπερίκτητος
εὐπερίληπτος
εὐπερινόητος
εὐπερίοπτος
εὐπεριόριστος
εὐπερίπατος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίσταλτος
εὐπερίστατος
εὐπερίστολος
εὐπερίστρεπτος
εὐπερίστροφος
εὐπερίτρεπτος
εὐπεριφρόνητος
εὐπερίφωρος
εὐπερίχυτος
εὐπερίψογος
εὐπερίψυκτος
View word page
εὐπερίσταλτος
εὐπερί-σταλτος, ον,
A). lightly clad for exercise, Eust. 198.43 .


ShortDef

lightly clad

Debugging

Headword:
εὐπερίσταλτος
Headword (normalized):
εὐπερίσταλτος
Headword (normalized/stripped):
ευπερισταλτος
IDX:
44749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44750
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπερί-σταλτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lightly clad</span> for exercise, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:198:43" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:198.43/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 198.43 </a>.</div> </div><br><br>'}