Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπερίγραπτος
εὐπερίγραφος
εὐπερίθραυστος
εὐπερικάλυπτος
εὐπερίκοπτος
εὐπερίκτητος
εὐπερίληπτος
εὐπερινόητος
εὐπερίοπτος
εὐπεριόριστος
εὐπερίπατος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίσταλτος
εὐπερίστατος
εὐπερίστολος
εὐπερίστρεπτος
εὐπερίστροφος
εὐπερίτρεπτος
εὐπεριφρόνητος
εὐπερίφωρος
εὐπερίχυτος
View word page
εὐπερίπατος
εὐπερί-πᾰτος, ον,
A). allowing one to walk easily, Luc. Trag. 324 .


ShortDef

allowing one to walk easily

Debugging

Headword:
εὐπερίπατος
Headword (normalized):
εὐπερίπατος
Headword (normalized/stripped):
ευπεριπατος
IDX:
44747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44748
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπερί-πᾰτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">allowing one to walk easily</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Luc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Trag.</span> 324 </span>.</div> </div><br><br>'}