Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
εὐπεριάγωγος
εὐπεριαίρετος
εὐπερίβλεπτος
εὐπερίβλητος
εὐπερίβολος
εὐπερίγραπτος
εὐπερίγραφος
εὐπερίθραυστος
εὐπερικάλυπτος
εὐπερίκοπτος
εὐπερίκτητος
εὐπερίληπτος
εὐπερινόητος
εὐπερίοπτος
εὐπεριόριστος
εὐπερίπατος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίσταλτος
εὐπερίστατος
εὐπερίστολος
εὐπερίστρεπτος
View word page
εὐπερίκτητος
εὐπερί-κτητος
,
ον
,
A).
easily acquiring possessions
,
Paul.Al.
M.
3
,
N.
4
.
ShortDef
easily acquiring possessions
Debugging
Headword:
εὐπερίκτητος
Headword (normalized):
εὐπερίκτητος
Headword (normalized/stripped):
ευπερικτητος
IDX:
44742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44743
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπερί-κτητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easily acquiring possessions</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Al.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">M.</span> 3 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">N.</span> 4 </span>.</div> </div><br><br>'}