Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπέραντος
εὐπέρατος
εὐπεριάγωγος
εὐπεριαίρετος
εὐπερίβλεπτος
εὐπερίβλητος
εὐπερίβολος
εὐπερίγραπτος
εὐπερίγραφος
εὐπερίθραυστος
εὐπερικάλυπτος
εὐπερίκοπτος
εὐπερίκτητος
εὐπερίληπτος
εὐπερινόητος
εὐπερίοπτος
εὐπεριόριστος
εὐπερίπατος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίσταλτος
εὐπερίστατος
View word page
εὐπερικάλυπτος
εὐπερι-κάλυπτος [ᾰ],,
A). easy to conceal, δυσπραξία Trag.Adesp. 547.10 .


ShortDef

easy to conceal

Debugging

Headword:
εὐπερικάλυπτος
Headword (normalized):
εὐπερικάλυπτος
Headword (normalized/stripped):
ευπερικαλυπτος
IDX:
44740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπερι-κάλυπτος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easy to conceal</span>, <span class="quote greek">δυσπραξία</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Trag.Adesp.</span> 547.10 </span> .</div> </div><br><br>'}