Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔπεπτος
εὐπέραντος
εὐπέρατος
εὐπεριάγωγος
εὐπεριαίρετος
εὐπερίβλεπτος
εὐπερίβλητος
εὐπερίβολος
εὐπερίγραπτος
εὐπερίγραφος
εὐπερίθραυστος
εὐπερικάλυπτος
εὐπερίκοπτος
εὐπερίκτητος
εὐπερίληπτος
εὐπερινόητος
εὐπερίοπτος
εὐπεριόριστος
εὐπερίπατος
εὐπερίσπαστος
εὐπερίσταλτος
View word page
εὐπερίθραυστος
εὐπερί-θραυστος, ον,
A). easy to break, τὸ θυμικόν Plu. 2.458e .


ShortDef

easy to break

Debugging

Headword:
εὐπερίθραυστος
Headword (normalized):
εὐπερίθραυστος
Headword (normalized/stripped):
ευπεριθραυστος
IDX:
44739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44740
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπερί-θραυστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easy to break</span>, <span class="quote greek">τὸ θυμικόν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.458e </span> .</div> </div><br><br>'}