Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπέπαντος
εὔπεπλος
εὐπεπτέω
εὔπεπτος
εὐπέραντος
εὐπέρατος
εὐπεριάγωγος
εὐπεριαίρετος
εὐπερίβλεπτος
εὐπερίβλητος
εὐπερίβολος
εὐπερίγραπτος
εὐπερίγραφος
εὐπερίθραυστος
εὐπερικάλυπτος
εὐπερίκοπτος
εὐπερίκτητος
εὐπερίληπτος
εὐπερινόητος
εὐπερίοπτος
εὐπεριόριστος
View word page
εὐπερίβολος
εὐπερί-βολος, ον,
A). gloss on εὐερκής , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
εὐπερίβολος
Headword (normalized):
εὐπερίβολος
Headword (normalized/stripped):
ευπεριβολος
IDX:
44736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44737
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπερί-βολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">εὐερκής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}