Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔπεμπτος
εὐπένθερος
εὐπέπαντος
εὔπεπλος
εὐπεπτέω
εὔπεπτος
εὐπέραντος
εὐπέρατος
εὐπεριάγωγος
εὐπεριαίρετος
εὐπερίβλεπτος
εὐπερίβλητος
εὐπερίβολος
εὐπερίγραπτος
εὐπερίγραφος
εὐπερίθραυστος
εὐπερικάλυπτος
εὐπερίκοπτος
εὐπερίκτητος
εὐπερίληπτος
εὐπερινόητος
View word page
εὐπερίβλεπτος
εὐπερί-βλεπτος,
A). conspicuus, perspicuus, Gloss.


ShortDef

conspicuus, perspicuus

Debugging

Headword:
εὐπερίβλεπτος
Headword (normalized):
εὐπερίβλεπτος
Headword (normalized/stripped):
ευπεριβλεπτος
IDX:
44734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44735
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπερί-βλεπτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">conspicuus, perspicuus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}