Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὔπεζος
εὐπείθεια
εὐπειθέω
εὐπειθής
εὔπειστος
εὔπεκτος
εὐπελαγής
εὐπελέκητος
εὐπελής
εὐπέμπελος
εὔπεμπτος
εὐπένθερος
εὐπέπαντος
εὔπεπλος
εὐπεπτέω
εὔπεπτος
εὐπέραντος
εὐπέρατος
εὐπεριάγωγος
εὐπεριαίρετος
εὐπερίβλεπτος
View word page
εὔπεμπτος
εὔπεμπτος,
A). missilis, Gloss.


ShortDef

missilis

Debugging

Headword:
εὔπεμπτος
Headword (normalized):
εὔπεμπτος
Headword (normalized/stripped):
ευπεμπτος
IDX:
44724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44725
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὔπεμπτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">missilis,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}