Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπαράληπτος
εὐπαράλλακτος
εὐπαραλόγιστος
εὐπαραμύθητος
εὐπάραος
εὐπαράπειστος
εὐπαράπλους
εὐπαρατήρητος
εὐπαράτρεπτος
εὐπαρατύπωτος
εὐπαράφορος
εὐπαραχώρητος
εὐπάρεδρος
εὐπάρειος
εὐπαρείσδυτος
εὐπαρέκδυτος
εὐπαρηγόρητος
εὐπάρθενος
εὐπαρόδευτος
εὐπάροδος
εὐπαροίστοι
View word page
εὐπαράφορος
εὐπαρά-φορος, ον,
A). easily distracted, Hsch.


ShortDef

easily distracted

Debugging

Headword:
εὐπαράφορος
Headword (normalized):
εὐπαράφορος
Headword (normalized/stripped):
ευπαραφορος
IDX:
44690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44691
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπαρά-φορος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">easily distracted</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}