Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

εὐπαρακόλουθος
εὐπαρακόμιστος
εὐπαράκρουστος
εὐπαράληπτος
εὐπαράλλακτος
εὐπαραλόγιστος
εὐπαραμύθητος
εὐπάραος
εὐπαράπειστος
εὐπαράπλους
εὐπαρατήρητος
εὐπαράτρεπτος
εὐπαρατύπωτος
εὐπαράφορος
εὐπαραχώρητος
εὐπάρεδρος
εὐπάρειος
εὐπαρείσδυτος
εὐπαρέκδυτος
εὐπαρηγόρητος
εὐπάρθενος
View word page
εὐπαρατήρητος
εὐπαρα-τήρητος, ον,
A). noticeable, σολοικισμός [Hdn.Gr.] post Lex.Vind. p.307 N.


ShortDef

noticeable

Debugging

Headword:
εὐπαρατήρητος
Headword (normalized):
εὐπαρατήρητος
Headword (normalized/stripped):
ευπαρατηρητος
IDX:
44687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-44688
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">εὐπαρα-τήρητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">noticeable</span>, <span class="foreign greek">σολοικισμός</span> [Hdn.Gr.] post <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.Vind.</span> p.307 </span> N.</div> </div><br><br>'}